- ευεμπτωσία
- εὐεμπτωσία, ή (ΑΜ) [ευέμπτωτος]1. η τάση, η προδιάθεση σε κάτι2. νόσος στην οποία υπόκεινται συχνά οι άνθρωποι, όπως κρυολογήματα κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐεμπτωσία — εὐεμπτωσίᾱ , εὐεμπτωσία liability fem nom/voc/acc dual εὐεμπτωσίᾱ , εὐεμπτωσία liability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίᾳ — εὐεμπτωσίᾱͅ , εὐεμπτωσία liability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίας — εὐεμπτωσίᾱς , εὐεμπτωσία liability fem acc pl εὐεμπτωσίᾱς , εὐεμπτωσία liability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίαι — εὐεμπτωσίᾱͅ , εὐεμπτωσία liability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίαν — εὐεμπτωσίᾱν , εὐεμπτωσία liability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεμπτωσίαις — εὐεμπτωσία liability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)